περισῴζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπερισῴζω
- περισώζω, διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα σε άλλους ή άλλα που καταστράφηκαν
- τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων (Δίων Κάσσιος, 46.50.)
- σώζω από θάνατο ή από καταστροφή
- Λακεδαιμονίοις τοῑς περισώσασιν ἡμᾱς (Ξενοφών, Ἑλληνικά, 2.3.25)
- ※ εἰ μὴ μόνον τοὺς ἀρχηγέτας, ἀλλὰ καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε;
- να διασώσετε όχι πια μόνο τους γενάρχες, αλλά ολόκληρη την πόλη;
- (Ξενοφών, Ἑλληνικά, 6.5.47 (Μετάφραση: Ρόδης Ρούφος @greek-language.gr)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περισω- παραθέματα Μνημοσύνη, Συμφραστικός Πίνακας
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- περισῴζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περισῴζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.