κινδυνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινδυνεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κινδυνεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /cin.ðiˈne.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κιν‐δυ‐νεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακινδυνεύω, αόρ.: κινδύνεψα/κινδύνευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- αντιμετωπίζω κίνδυνο, βρίσκομαι σε επικίνδυνη θέση ή κατάσταση
- ⮡ Οδηγώντας υπό την επήρρεια αλκοόλ κινδυνεύεις να έχεις ατύχημα.
- απειλούμαι από καταστροφή
- ⮡ Το οικοσύστημα της λίμνης κινδυνεύει από τα λύματα του εργοστασίου.
- απειλείται η ζωή μου
- ⮡ ο ανθενής κινδύνεψε να πεθάνει
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κινδυνεύω | κινδύνευα | θα κινδυνεύω | να κινδυνεύω | κινδυνεύοντας | |
β' ενικ. | κινδυνεύεις | κινδύνευες | θα κινδυνεύεις | να κινδυνεύεις | κινδύνευε | |
γ' ενικ. | κινδυνεύει | κινδύνευε | θα κινδυνεύει | να κινδυνεύει | ||
α' πληθ. | κινδυνεύουμε | κινδυνεύαμε | θα κινδυνεύουμε | να κινδυνεύουμε | ||
β' πληθ. | κινδυνεύετε | κινδυνεύατε | θα κινδυνεύετε | να κινδυνεύετε | κινδυνεύετε | |
γ' πληθ. | κινδυνεύουν(ε) | κινδύνευαν κινδυνεύαν(ε) |
θα κινδυνεύουν(ε) | να κινδυνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κινδύνεψα | θα κινδυνέψω | να κινδυνέψω | κινδυνέψει | ||
β' ενικ. | κινδύνεψες | θα κινδυνέψεις | να κινδυνέψεις | κινδύνεψε | ||
γ' ενικ. | κινδύνεψε | θα κινδυνέψει | να κινδυνέψει | |||
α' πληθ. | κινδυνέψαμε | θα κινδυνέψουμε | να κινδυνέψουμε | |||
β' πληθ. | κινδυνέψατε | θα κινδυνέψετε | να κινδυνέψετε | κινδυνέψτε | ||
γ' πληθ. | κινδύνεψαν κινδυνέψαν(ε) |
θα κινδυνέψουν(ε) | να κινδυνέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κινδυνέψει | είχα κινδυνέψει | θα έχω κινδυνέψει | να έχω κινδυνέψει | ||
β' ενικ. | έχεις κινδυνέψει | είχες κινδυνέψει | θα έχεις κινδυνέψει | να έχεις κινδυνέψει | ||
γ' ενικ. | έχει κινδυνέψει | είχε κινδυνέψει | θα έχει κινδυνέψει | να έχει κινδυνέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κινδυνέψει | είχαμε κινδυνέψει | θα έχουμε κινδυνέψει | να έχουμε κινδυνέψει | ||
β' πληθ. | έχετε κινδυνέψει | είχατε κινδυνέψει | θα έχετε κινδυνέψει | να έχετε κινδυνέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κινδυνέψει | είχαν κινδυνέψει | θα έχουν κινδυνέψει | να έχουν κινδυνέψει |
|
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κινδυνεύω | κινδύνευα | θα κινδυνεύω | να κινδυνεύω | κινδυνεύοντας | |
β' ενικ. | κινδυνεύεις | κινδύνευες | θα κινδυνεύεις | να κινδυνεύεις | κινδύνευε | |
γ' ενικ. | κινδυνεύει | κινδύνευε | θα κινδυνεύει | να κινδυνεύει | ||
α' πληθ. | κινδυνεύουμε | κινδυνεύαμε | θα κινδυνεύουμε | να κινδυνεύουμε | ||
β' πληθ. | κινδυνεύετε | κινδυνεύατε | θα κινδυνεύετε | να κινδυνεύετε | κινδυνεύετε | |
γ' πληθ. | κινδυνεύουν(ε) | κινδύνευαν κινδυνεύαν(ε) |
θα κινδυνεύουν(ε) | να κινδυνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κινδύνευσα | θα κινδυνεύσω | να κινδυνεύσω | κινδυνεύσει | ||
β' ενικ. | κινδύνευσες | θα κινδυνεύσεις | να κινδυνεύσεις | κινδύνευσε | ||
γ' ενικ. | κινδύνευσε | θα κινδυνεύσει | να κινδυνεύσει | |||
α' πληθ. | κινδυνεύσαμε | θα κινδυνεύσουμε | να κινδυνεύσουμε | |||
β' πληθ. | κινδυνεύσατε | θα κινδυνεύσετε | να κινδυνεύσετε | κινδυνεύστε | ||
γ' πληθ. | κινδύνευσαν κινδυνεύσαν(ε) |
θα κινδυνεύσουν(ε) | να κινδυνεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κινδυνεύσει | είχα κινδυνεύσει | θα έχω κινδυνεύσει | να έχω κινδυνεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις κινδυνεύσει | είχες κινδυνεύσει | θα έχεις κινδυνεύσει | να έχεις κινδυνεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει κινδυνεύσει | είχε κινδυνεύσει | θα έχει κινδυνεύσει | να έχει κινδυνεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κινδυνεύσει | είχαμε κινδυνεύσει | θα έχουμε κινδυνεύσει | να έχουμε κινδυνεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε κινδυνεύσει | είχατε κινδυνεύσει | θα έχετε κινδυνεύσει | να έχετε κινδυνεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κινδυνεύσει | είχαν κινδυνεύσει | θα έχουν κινδυνεύσει | να έχουν κινδυνεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κινδυνεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινδυνεύω < κίνδυν(ος) + -εύω
Ρήμα
επεξεργασίακινδυνεύω
- (αμετάβατο) κινδυνεύω, βρίσκομαι σε κίνδυνο
- (μεταβατικό) (+ δοτική) βάζω κάτι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω
- (μεταβατικό) (+ απαρέμφατο) κινδυνεύω να ...
- (μεταβατικό) (+ απαρέμφατο) φαίνεται πιθανό ότι ...
- (+ αιτιατική σύστοιχου αντικειμένου)
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 222e
- κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν. τεκμαίρομαι δὲ καὶ ὡς κατεκλίνη ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ.
- φαίνεται ότι έχεις δίκιο. Καταλήγω σ᾽ αυτό το συμπέρασμα απ᾽ το ότι ήρθε και ξάπλωσε ανάμεσα σ᾽ εμένα και σ᾽ εσένα, για να μας χωρίσει.
- κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν. τεκμαίρομαι δὲ καὶ ὡς κατεκλίνη ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ.
- ⮡ κινδυνεύω την ψευδομαρτυρίαν: κινδυνεύω να κατηγορηθώ ως ψευδομάρτυρας
κινδυνεύω - ενεργητικοί τύποι
|
- Παθητικοί τύποι (κυρίως στον ενεστώτα) → λείπει η κλίση
Πηγές
επεξεργασία- κινδυνεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κινδυνεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.