Ετυμολογία

επεξεργασία
κινδυνεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κινδυνεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /cin.ðiˈne.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιν‐δυ‐νεύ‐ω

κινδυνεύω, αόρ.: κινδύνεψα/κινδύνευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. αντιμετωπίζω κίνδυνο, βρίσκομαι σε επικίνδυνη θέση ή κατάσταση
    ⮡  Οδηγώντας υπό την επήρρεια αλκοόλ κινδυνεύεις να έχεις ατύχημα.
  2. απειλούμαι από καταστροφή
    ⮡  Το οικοσύστημα της λίμνης κινδυνεύει από τα λύματα του εργοστασίου.
  3. απειλείται η ζωή μου
    ⮡  ο ανθενής κινδύνεψε να πεθάνει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κινδυνεύω < κίνδυν(ος) + -εύω

κινδυνεύω

  1. (αμετάβατο) κινδυνεύω, βρίσκομαι σε κίνδυνο
  2. (μεταβατικό) (+ δοτική) βάζω κάτι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω
  3. (μεταβατικό) (+ απαρέμφατο) κινδυνεύω να ...
  4. (μεταβατικό) (+ απαρέμφατο) φαίνεται πιθανό ότι ...
    (+ αιτιατική σύστοιχου αντικειμένου)
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Συμπόσιον, 222e
    κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν. τεκμαίρομαι δὲ καὶ ὡς κατεκλίνη ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ.
    φαίνεται ότι έχεις δίκιο. Καταλήγω σ᾽ αυτό το συμπέρασμα απ᾽ το ότι ήρθε και ξάπλωσε ανάμεσα σ᾽ εμένα και σ᾽ εσένα, για να μας χωρίσει.
    ⮡  κινδυνεύω την ψευδομαρτυρίαν: κινδυνεύω να κατηγορηθώ ως ψευδομάρτυρας