κινδυνώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κινδυνώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κινδυνώδης < αρχαία ελληνική κίνδυνος + -ώδης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /cin.ðiˈno.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κιν‐δυ‐νώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασία
κινδυνώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κίνδυνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κινδυνώδης
|
Πηγές
επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κινδυνώδης < αρχαία ελληνική κίνδυνος + -ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
κινδυνώδης, -ης, -ες
Πηγές
επεξεργασία
- κινδυνώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.