Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
danger dangers

  Ουσιαστικό επεξεργασία

danger (en)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • be in danger: διατρέχω κίνδυνο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
danger dangers

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

danger (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία