Ετυμολογία

επεξεργασία

dangerosité < dangereux + -osité

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɑ̃.ʒʁo.zi.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dangerosité dangerosités

dangerosité (fr) θηλυκό