dangerously
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | dangerously |
συγκριτικός | more dangerously |
υπερθετικός | most dangerously |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
dangerously (en)
- επικίνδυνα
- ⮡ The atmosphere was dangerously charged.
- Η ατμόσφαιρα φορτίστηκε επικίνδυνα.
- ⮡ The atmosphere was dangerously charged.