Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινδυνολογώ < κινδυνο(λογία) + -λογώ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cin.ði.no.loˈɣo/

  Ρήμα επεξεργασία

κινδυνολογώ, πρτ.: κινδυνολογούσα, αόρ.: κινδυνολόγησα, χωρίς παθητικούς φωνή

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κίνδυνος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία