Ετυμολογία

επεξεργασία
κινδυνολογώ < κινδυνο(λογία) + -λογώ[1]

κινδυνολογώ, πρτ.: κινδυνολογούσα, αόρ.: κινδυνολόγησα, χωρίς παθητικούς φωνή

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη κίνδυνος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία