Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
risk risks

risk (en)

  • ο κίνδυνος, το ρίσκο, η πιθανότητα να εμφανιστεί ένας κίνδυνος
    ⮡  There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας risk
γ΄ ενικό ενεστώτα risks
αόριστος risked
παθητική μετοχή risked
ενεργητική μετοχή risking

risk (en)

  • ρισκάρω, κινδυνεύω, διακινδυνεύω, βάζω κάτι πολύτιμο ή σημαντικό σε μια επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία θα μπορούσε να χαθεί ή να καταστραφεί
    ⮡  He risks losing it all.
    Κινδυνεύει να τα χάσει όλα.
    ⮡  He saved the child risking his own life.
    Έσωσε το παιδί διακινδυνεύοντας τη δική του ζωή.