run the risk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαrun the risk (en)
- (συνοδευόμενο από το «of») διατρέχω τον κίνδυνο να, βρίσκομαι σε μια κατάσταση στην οποία κάτι κακό θα μπορούσε να μου συμβεί
- ⮡ I run the risk of being expelled.
- Διατρέχω τον κίνυδνο να αποβληθώ.
- ⮡ I run the risk of being expelled.