Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρισκάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρισκάρω
<
ρίσκο
Ρήμα
επεξεργασία
ρισκάρω
προχωρώ σε μια ενέργεια αποδεχόμενος την
πιθανότητα
μιας άσχημης τροπής
≈
συνώνυμα
:
παίρνω τα
ρίσκα
μου
διακινδυνεύω
, βάζω σε κίνδυνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρισκάρω
αγγλικά
:
risk
(en)
,
ποντάρω τα διπλά σε κάτι επισφαλές
:
double down
(en)
γαλλικά
:
risquer
(fr)
, prendre un / des
risque
(fr)