ρισκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρισκάρω < ρίσκο
Ρήμα
επεξεργασία
ρισκάρω
- προχωρώ σε μια ενέργεια αποδεχόμενος την πιθανότητα μιας άσχημης τροπής
- διακινδυνεύω, βάζω σε κίνδυνο