Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας double down
γ΄ ενικό ενεστώτα doubles down
αόριστος doubled down
παθητική μετοχή doubled down
ενεργητική μετοχή doubling down

  Ετυμολογία επεξεργασία

double down < → δείτε τις λέξεις double και down

  Ρήμα επεξεργασία

double down (en)

  • (αμετάβατο) διπλασιάζω, αναλαμβάνω μια ισχυρότερη δέσμευση σε μια στρατηγική ή έναν τρόπο δράσης, ειδικά σε έναν που μπορεί να είναι επικίνδυνος
    We’ll double down on our efforts.
    Θα διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας.

  Πηγές επεξεργασία