double
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Αντωνυμία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
double (en) (χωρίς παραθετικά)
- διπλός, τα διπλάσια από το συνηθισμένο
- ⮡ a double whiskey - διπλό ουίσκι
- ⮡ a double line - διπλή γραμμή
- ⮡ He’s working a double shift.
- Δουλεύει διπλή βάρδια.
- διπλός, που έχει ή αποτελείται από δύο πράγματα ή μέρη που είναι ίσα ή παρόμοια
- ⮡ a double window - διπλό παράθυρο
- διπλός, κάτι που είναι φτιαγμένο για δύο άτομα ή πράγματα
- ⮡ a double bed - διπλό κρεβάτι
- ⮡ double parking - διπλό παρκάρισμα
- διπλός, που συνδυάζει δύο πράγματα ή ιδιότητες
- ⮡ double meaning - διπλή σημασία
- ⮡ For so many years he lived a double life.
- Τόσα χρόνια ζούσε διπλή ζωή.
Επίρρημα
επεξεργασία
double (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
double | doubles |
double (en)
- ο σωσίας, ένα άτομο ή ένα πράγμα που μοιάζει ακριβώς με άλλο
- ⮡ She is the double of her sister.
- Είναι ο σωσίας της αδελφής της.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη doppelganger
- ⮡ She is the double of her sister.
- (μη μετρήσιμο, μόνο πληθυντικός, αθλητισμός) ο αγώνας ανά ζεύγη στο τένις
- ⮡ mixed doubles - μικτός αγώνας (με έναν άντρα και μια γυναίκα σε κάθε πλευρά)
Εκφράσεις
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | double |
γ΄ ενικό ενεστώτα | doubles |
αόριστος | doubled |
παθητική μετοχή | doubled |
ενεργητική μετοχή | doubling |
double (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διπλασιάζω, γίνεται, ή κάνω κάτι να γίνει, διπλάσιο
- ⮡ I doubled my income.
- Διπλασίασα το εισόδομά μου.
- ⮡ Real estate prices doubled in recent years.
- Τα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν οι τιμές των ακινήτων.
- ⮡ I doubled my income.
- (μεταβατικό) διπλώνω στα δυο, διπλώνω κάτι ώστε να υπάρχουν δύο στρώματα
- ⮡ I double a blanket.
- Διπλώνω μια κουβέρτα στα δυο.
- ⮡ I double a blanket.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- double (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (determiner) - Oxford Learner's Dictionaries
- double (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 241. ISBN 9780194325684., λήμμα: διπλασιάζω, διπλάσιο, διπλάσιος, διπλός