• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διακινδυνεύω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διακινδυνεύω < αρχαία ελληνική διακινδυνεύω < κινδυνεύω < κίνδυνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική endanger}

  ΡήμαΕπεξεργασία

διακινδυνεύω (παθητική φωνή: διακινδυνεύομαι)

  • βάζω σε κίνδυνο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • διακινδυνευμένος
  • διακινδύνευση
  • → δείτε τις λέξεις διά και κίνδυνος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ρισκάρω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διακινδυνεύω
  • αγγλικά : endanger (en), jeopardize (en), risk (en)
  • γαλλικά : mettre en danger (fr)
  • γερμανικά : gefährden (de), riskieren (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διακινδυνεύω&oldid=5466252"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 08:17
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 08:17.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie