• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διακινδυνεύω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
διακινδυνεύω < αρχαία ελληνική διακινδυνεύω < κινδυνεύω < κίνδυνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική endanger}

Ρήμα

επεξεργασία

διακινδυνεύω (παθητική φωνή: διακινδυνεύομαι)

  • βάζω σε κίνδυνο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • διακινδυνευμένος
  • διακινδύνευση
  • → δείτε τις λέξεις διά και κίνδυνος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ρισκάρω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διακινδυνεύω
  • αγγλικά : endanger (en), risk (en)
  • γαλλικά : mettre en danger (fr), risquer (fr)
  • γερμανικά : gefährden (de), riskieren (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διακινδυνεύω&oldid=7100055"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Απριλίου 2025, στις 10:35

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Απριλίου 2025, στις 10:35.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας