διακινδυνευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακινδυνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακινδυνεύω
Μετοχή
επεξεργασίαδιακινδυνευμένος, -η, -ο
- που γίνεται με μεγάλο κίνδυνο να αποτύχει
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακινδυνευμένος
|