διακινδυνευμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδιακινδυνευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διακινδυνευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διακινδυνευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διακινδυνευμένος