- at risk < → δείτε τις λέξεις at και risk
at risk (en)
- (ιδιωματισμός) κινδυνεύω, διακινδυνεύω
- ⮡ His health is at risk from smoking.
- Η υγεία σου κινδυνεύει από το κάπνισμα.
- ⮡ He saved the child at risk to his own life.
- Έσωσε το παιδί διακινδυνεύοντας τη δική του ζωή.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη endanger