τεκμαίρομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεκμαίρομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teˈkme.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τεκ‐μαί‐ρο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : τε‐κμαί‐ρο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίατεκμαίρομαι (μόνο στο ενεστωτικό θέμα ελλειπτικό ρήμα αποθετικό ρήμα
- από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω
- (στο γ' πρόσωπο) τεκμαίρεται: βγαίνει το συμπέρασμα επί τη βάσει τεκμηρίων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τεκμαίρομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τεκμαίρεται - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεκμαίρομαι → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατεκμαίρομαι η ενεργητική φωνή τεκμαίρω μόνο στους ποιητές μετά τον Όμηρο
- (επί θεών) φανερώνω με ορισμένο σημείο, ορίζω, προσδιορίζω
- γενικά προδιαγράφω
- προστάζω, διατάζω
- από ορισμένες ενδείξεις, σχηματίζω γνώμη, συμπεραίνω, εικάζω, κρίνω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 222e
- κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν. τεκμαίρομαι δὲ καὶ ὡς κατεκλίνη ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ.
- φαίνεται ότι έχεις δίκιο. Καταλήγω σ᾽ αυτό το συμπέρασμα απ᾽ το ότι ήρθε και ξάπλωσε ανάμεσα σ᾽ εμένα και σ᾽ εσένα, για να μας χωρίσει.
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν. τεκμαίρομαι δὲ καὶ ὡς κατεκλίνη ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, ἵνα χωρὶς ἡμᾶς διαλάβῃ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 222e
- (επί των μελλόντων) προλέγω, προμηνύω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 139 (139-140)
- εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾽ ὄλεθρον | νηΐ τε καὶ ἑτάροις·
- Αν όμως τα πειράξεις, τότε προβλέπω βέβαιο όλεθρο, | για το καράβι σου και τους εταίρους·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾽ ὄλεθρον | νηΐ τε καὶ ἑτάροις·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 139 (139-140)
- σχεδιάζω, προγραμματίζω κάτι
- κατευθύνω
- θέτω τέρμα, τερματίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τεκμαίρω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- τεκμαίρομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τεκμαίρομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.