Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκμαίρω < ενεργητική φωνή του τεκμαίρομαι. Μόνο σε ποιητές μετά τον Όμηρο.

  Ρήμα επεξεργασία

τεκμαίρω

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία