τεκμαρτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεκμαρτός < (ελληνιστική κοινή) τεκμαρτός < αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι < τέκμαρ
Επίθετο
επεξεργασίατεκμαρτός, -ή, -ό
- που εξάγεται από τεκμήρια
- ο υποθετικός, που βασίζεται σε υποθέσεις εργασίας και εμπειρική έρευνα, καθώς η πραγματικότητα είναι δύσκολο να αποτυπωθεί.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τεκμαίρομαι και τεκμήριο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- τεκμαρτό εισόδημα: (οικονομία) το εισόδημα που φορολογείται επί τη βάσει κάποιων τεκμηρίων διαβίωσης, όπως η κατοχή αυτοκινήτων ή ακινήτων, άλλων περιουσιακών στοιχείων και, επίσης, εξόδων που το κράτος θεωρεί (θεωρητικώς αποδεικνύει με την κλίμακα των τεκμηρίων) πως είναι μεγαλύτερο από αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο φορολογούμενος