εξάγω
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξάγω < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
εξάγω, πρτ.: εξήγα, στ.μέλλ.: θα εξαγάγω, αόρ.: εξήγαγα, παθ.φωνή: εξάγομαι
- βγάζω έξω από κάτι
- βγάζω έξω από τη χώρα (προϊόντα)
- η επιχείρηση αυτή εξάγει μπανάνες
- βγάζω, καταλήγω σε ένα αποτέλεσμα με λογικούς συλλογισμούς ή μαθηματικές πράξεις