εξάγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξάγω < αρχαία ελληνική εξάγομαι < ἐξ + ἄγω
Ρήμα
επεξεργασίαεξάγομαι, πρτ.: εξαγόμουν, στ.μέλλ.: θα εξαχθώ, αόρ.: εξάχθηκα, μτχ.π.π.: εξηγμένος, μτχ. εν. εξαγόμενος
- εξέρχομαι, βγαίνω από κάπου (για προϊόντα, δόντια κ.λπ. άψυχα)
- το λάδι της Καλαμάτας εξάγεται στη Γαλλία
- το δόντι εξάγεται από τον οδοντίατρο
- (για συλλογισμούς) βγαίνω
- από πού εξάγεται αυτό το συμπέρασμα;
- εξάγεται το αποτέλεσμα μιας αριθμητικής πράξης
Συγγενικά
επεξεργασία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξάγομαι | εξαγόμουν(α) | θα εξάγομαι | να εξάγομαι | ||
β' ενικ. | εξάγεσαι | εξαγόσουν(α) | θα εξάγεσαι | να εξάγεσαι | εξάγου | |
γ' ενικ. | εξάγεται | εξαγόταν(ε) | θα εξάγεται | να εξάγεται | ||
α' πληθ. | εξαγόμαστε | εξαγόμαστε εξαγόμασταν |
θα εξαγόμαστε | να εξαγόμαστε | ||
β' πληθ. | εξάγεστε | εξαγόσαστε εξαγόσασταν |
θα εξάγεστε | να εξάγεστε | εξάγεστε | |
γ' πληθ. | εξάγονται | εξάγονταν εξαγόντουσαν |
θα εξάγονται | να εξάγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάχθηκα | θα εξαχθώ | να εξαχθώ | εξαχθεί | ||
β' ενικ. | εξάχθηκες | θα εξαχθείς | να εξαχθείς | |||
γ' ενικ. | εξάχθηκε | θα εξαχθεί | να εξαχθεί | |||
α' πληθ. | εξαχθήκαμε | θα εξαχθούμε | να εξαχθούμε | |||
β' πληθ. | εξαχθήκατε | θα εξαχθείτε | να εξαχθείτε | εξαχθείτε | ||
γ' πληθ. | εξάχθηκαν εξαχθήκαν(ε) |
θα εξαχθούν(ε) | να εξαχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαχθεί | είχα εξαχθεί | θα έχω εξαχθεί | να έχω εξαχθεί | ||
β' ενικ. | έχεις εξαχθεί | είχες εξαχθεί | θα έχεις εξαχθεί | να έχεις εξαχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαχθεί | είχε εξαχθεί | θα έχει εξαχθεί | να έχει εξαχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαχθεί | είχαμε εξαχθεί | θα έχουμε εξαχθεί | να έχουμε εξαχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαχθεί | είχατε εξαχθεί | θα έχετε εξαχθεί | να έχετε εξαχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαχθεί | είχαν εξαχθεί | θα έχουν εξαχθεί | να έχουν εξαχθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξάγομαι
|