Δείτε επίσης: ἐξαγόμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαγόμενος η εξαγόμενη το εξαγόμενο
      γενική του εξαγόμενου της εξαγόμενης του εξαγόμενου
    αιτιατική τον εξαγόμενο την εξαγόμενη το εξαγόμενο
     κλητική εξαγόμενε εξαγόμενη εξαγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγόμενοι οι εξαγόμενες τα εξαγόμενα
      γενική των εξαγόμενων των εξαγόμενων των εξαγόμενων
    αιτιατική τους εξαγόμενους τις εξαγόμενες τα εξαγόμενα
     κλητική εξαγόμενοι εξαγόμενες εξαγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαγόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαγόμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ἐξάγω

  Μετοχή επεξεργασία

εξαγόμενος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη εξάγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία