εξαγώγιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαγώγιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαγώγιμος < ἐξαγωγ(ή) + -ιμος < ἐξάγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksaˈɣo.ʝi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐γώ‐γι‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐α‐γώ‐γι‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαεξαγώγιμος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξαγώγιμος