ἐξαγωγή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐξαγωγή < ἐξάγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐξαγωγή θηλυκό
- προέλαση στρατιωτών
- εφέλκυση, τράβηγμα πλοίου έξω από τη θάλασσα
- μεταφορά εμπορευμάτων προς τα έξω, εξαγωγή εμπορευμάτων