Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ιμος η -ιμη το -ιμο
      γενική του -ιμου της -ιμης του -ιμου
    αιτιατική τον -ιμο τη(ν) -ιμη το -ιμο
     κλητική -ιμε -ιμη -ιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιμοι οι -ιμες τα -ιμα
      γενική των -ιμων των -ιμων των -ιμων
    αιτιατική τους -ιμους τις -ιμες τα -ιμα
     κλητική -ιμοι -ιμες -ιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ιμος[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ιμος (& -σιμος & -ξιμος & -ψιμος: ανάλογα με το αοριστικό θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται)

  1. μεταρηματικό επίθημα επιθέτων που δηλώνουν ότι κάτι ή κάποιος είναι σε θέση, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα
    αρδεύω > αρδεύσιμος, φορολογώ > φορολογήσιμος
  2. μετουσιαστικό επίθημα
    σύνταξη > συντάξιμος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ιμος

  Επίθημα επεξεργασία

-ιμος (& -σιμος & -ξιμος & -ψιμος: ανάλογα με το αοριστικό θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται)

Δείτε επίσης επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ιμος < -μος [1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ιμος (& -σιμος & -ξιμος & -ψιμος: ανάλογα με το αοριστικό θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Επίθετα σε -(σ)ιμος - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.