Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρδεύσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρδεύσιμ
ος
η
αρδεύσιμ
η
το
αρδεύσιμ
ο
γενική
του
αρδεύσιμ
ου
της
αρδεύσιμ
ης
του
αρδεύσιμ
ου
αιτιατική
τον
αρδεύσιμ
ο
την
αρδεύσιμ
η
το
αρδεύσιμ
ο
κλητική
αρδεύσιμ
ε
αρδεύσιμ
η
αρδεύσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρδεύσιμ
οι
οι
αρδεύσιμ
ες
τα
αρδεύσιμ
α
γενική
των
αρδεύσιμ
ων
των
αρδεύσιμ
ων
των
αρδεύσιμ
ων
αιτιατική
τους
αρδεύσιμ
ους
τις
αρδεύσιμ
ες
τα
αρδεύσιμ
α
κλητική
αρδεύσιμ
οι
αρδεύσιμ
ες
αρδεύσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρδεύσιμος
<
αρδεύω
+
-σιμος
Επίθετο
επεξεργασία
αρδεύσιμος, -η, -ο
που μπορεί ή πρέπει να
αρδευτεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρδεύσιμος
αγγλικά
:
irrigable
(en)
γαλλικά
:
irrigable
(fr)