↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρδεύσιμος η αρδεύσιμη το αρδεύσιμο
      γενική του αρδεύσιμου της αρδεύσιμης του αρδεύσιμου
    αιτιατική τον αρδεύσιμο την αρδεύσιμη το αρδεύσιμο
     κλητική αρδεύσιμε αρδεύσιμη αρδεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρδεύσιμοι οι αρδεύσιμες τα αρδεύσιμα
      γενική των αρδεύσιμων των αρδεύσιμων των αρδεύσιμων
    αιτιατική τους αρδεύσιμους τις αρδεύσιμες τα αρδεύσιμα
     κλητική αρδεύσιμοι αρδεύσιμες αρδεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρδεύσιμος < αρδεύω + -σιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

αρδεύσιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία