irrigable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
irrigable (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
irrigable | irrigables |
Επίθετο επεξεργασία
irrigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
irrigable (en)
ενικός | πληθυντικός |
irrigable | irrigables |
irrigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό