Επίθετο

επεξεργασία

irrigable (en)

  1. αρδεύσιμος



      ενικός         πληθυντικός  
irrigable irrigables

  Επίθετο

επεξεργασία

irrigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αρδεύσιμος