Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντάξιμος η συντάξιμη το συντάξιμο
      γενική του συντάξιμου της συντάξιμης του συντάξιμου
    αιτιατική τον συντάξιμο τη συντάξιμη το συντάξιμο
     κλητική συντάξιμε συντάξιμη συντάξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντάξιμοι οι συντάξιμες τα συντάξιμα
      γενική των συντάξιμων των συντάξιμων των συντάξιμων
    αιτιατική τους συντάξιμους τις συντάξιμες τα συντάξιμα
     κλητική συντάξιμοι συντάξιμες συντάξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντάξιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συντάξιμος, -η, -ο

  • που αναφέρεται ή συσχετίζεται με τη σύνταξη, με την αποχώρηση από την αγορά εργασίας μετά από ορισμένη ηλικία
    συντάξιμος μισθός, συντάξιμη ηλικία

  Μεταφράσεις επεξεργασία