μεταρηματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεταρηματικός < μετα- + ρηματικός, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική deverbativ ή γαλλική déverbal[1]
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
μεταρηματικός
- (γλωσσολογία) ο σχετικός με ή αναφερόμενος σε λέξη που παράγεται από ρήμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μεταρρηματικός (γραφή στο λεξικό Μπαμπινιώτη[2])
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μεταρηματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)