Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξιολάτρευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξιολάτρευτ
ος
η
αξιολάτρευτ
η
το
αξιολάτρευτ
ο
γενική
του
αξιολάτρευτ
ου
της
αξιολάτρευτ
ης
του
αξιολάτρευτ
ου
αιτιατική
τον
αξιολάτρευτ
ο
την
αξιολάτρευτ
η
το
αξιολάτρευτ
ο
κλητική
αξιολάτρευτ
ε
αξιολάτρευτ
η
αξιολάτρευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξιολάτρευτ
οι
οι
αξιολάτρευτ
ες
τα
αξιολάτρευτ
α
γενική
των
αξιολάτρευτ
ων
των
αξιολάτρευτ
ων
των
αξιολάτρευτ
ων
αιτιατική
τους
αξιολάτρευτ
ους
τις
αξιολάτρευτ
ες
τα
αξιολάτρευτ
α
κλητική
αξιολάτρευτ
οι
αξιολάτρευτ
ες
αξιολάτρευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξιολάτρευτος
<
άξιος
+
-ο-
+
λατρεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αξιολάτρευτος, -η, -ο
που λόγω της
καλοσύνης
του, της
γοητείας
του ή για άλλους λόγους οι άλλοι τον
συμπαθούν
πολύ
Συνώνυμα
επεξεργασία
αξιαγάπητος
αξιέραστος
θελκτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
αξιολάτρευτα
→
δείτε
τις λέξεις
άξιος
και
λατρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξιολάτρευτος
αγγλικά
:
adorable
(en)
ρουμανικά
:
adorabil
(ro)