άξιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άξιος | η | άξια | το | άξιο |
γενική | του | άξιου | της | άξιας | του | άξιου |
αιτιατική | τον | άξιο | την | άξια | το | άξιο |
κλητική | άξιε | άξια | άξιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άξιοι | οι | άξιες | τα | άξια |
γενική | των | άξιων | των | άξιων | των | άξιων |
αιτιατική | τους | άξιους | τις | άξιες | τα | άξια |
κλητική | άξιοι | άξιες | άξια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άξιος < αρχαία ελληνική ἄξιος < ἄγω
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάξιος -α -ο
- ικανός, κατάλληλος
- που αξίζει, που έχει αξία
- που του αξίζει, που του αρμόζει κάτι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αξιο- και αξιό-