Ετυμολογία

επεξεργασία
digne < λατινική dignus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /diɲ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
digne dignes

digne (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άξιος
  2. αντάξιος digne de...
  3. επάξιος