αξιώνω
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξιώνω < αρχαία ελληνική ἀξιόω, -ῶ
Ρήμα
επεξεργασίααξιώνω
- απαιτώ, ζητώ, έχω την αξίωση
- αξιώνουμε την ικανοποίηση των αιτημάτων μας
- θεωρώ κάποιον άξιο μιας ικανοποίησης, δίνω σε κάποιον την ικανοποίηση (να χαρεί κάτι)
- ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε να σε δω έναν καταξιωμένο επιστήμονα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αξιώνω | αξίωνα | θα αξιώνω | να αξιώνω | αξιώνοντας | |
β' ενικ. | αξιώνεις | αξίωνες | θα αξιώνεις | να αξιώνεις | αξίωνε | |
γ' ενικ. | αξιώνει | αξίωνε | θα αξιώνει | να αξιώνει | ||
α' πληθ. | αξιώνουμε | αξιώναμε | θα αξιώνουμε | να αξιώνουμε | ||
β' πληθ. | αξιώνετε | αξιώνατε | θα αξιώνετε | να αξιώνετε | αξιώνετε | |
γ' πληθ. | αξιώνουν(ε) | αξίωναν αξιώναν(ε) |
θα αξιώνουν(ε) | να αξιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αξίωσα | θα αξιώσω | να αξιώσω | αξιώσει | ||
β' ενικ. | αξίωσες | θα αξιώσεις | να αξιώσεις | αξίωσε | ||
γ' ενικ. | αξίωσε | θα αξιώσει | να αξιώσει | |||
α' πληθ. | αξιώσαμε | θα αξιώσουμε | να αξιώσουμε | |||
β' πληθ. | αξιώσατε | θα αξιώσετε | να αξιώσετε | αξιώστε | ||
γ' πληθ. | αξίωσαν αξιώσαν(ε) |
θα αξιώσουν(ε) | να αξιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αξιώσει | είχα αξιώσει | θα έχω αξιώσει | να έχω αξιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αξιώσει | είχες αξιώσει | θα έχεις αξιώσει | να έχεις αξιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αξιώσει | είχε αξιώσει | θα έχει αξιώσει | να έχει αξιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αξιώσει | είχαμε αξιώσει | θα έχουμε αξιώσει | να έχουμε αξιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αξιώσει | είχατε αξιώσει | θα έχετε αξιώσει | να έχετε αξιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αξιώσει | είχαν αξιώσει | θα έχουν αξιώσει | να έχουν αξιώσει |
|