claim
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
claim | claims |
claim (en)
- ο ισχυρισμός, η αξίωση, μια δήλωση ότι κάτι είναι αλήθεια αν και δεν έχει αποδειχθεί και άλλοι άνθρωποι μπορεί να μην συμφωνούν ή να μην το πιστεύουν
- ↪ unfounded claims - αβάσιμοι ισχυρισμοί
- ↪ a charlatan with scientific claims - κομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα
- η αξίωση, ένα αίτημα για ένα χρηματικό ποσό στο οποίο πιστεύω ότι έχω δικαίωμα, ειδικά από μια εταιρεία, την κυβέρνηση κτλ.
- ↪ He filed a claim for damages.
- Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
- ↪ He filed a claim for damages.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διεκδίκηση, ένα δικαίωμα που κάποιος πιστεύει ότι έχει σε κάτι, ειδικά σε περιουσία, γη κτλ.
- ↪ territorial claims - εδαφικές διεκδικήσεις
- ↪ the workers’ rightful claims - οι δίκαιες διεκδικήσεις των εργατών
- ↪ a claim to a share of the father’s property - διεκδίκηση μεριδίου από την πατρική περιουσία
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | claim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | claims |
αόριστος | claimed |
παθητική μετοχή | claimed |
ενεργητική μετοχή | claiming |
claim (en)
- (μεταβατικό) ισχυρίζομαι, διατείνομαι, λέω ότι κάτι είναι αλήθεια αν και δεν έχει αποδειχθεί και οι άλλοι μπορεί να μην το πιστεύουν
- (μεταβατικό) ισχυρίζομαι, δηλώνω ότι έχω κάνει, έχω κερδίσει ή έχω πετύχει κάτι
- ↪ Both sides were claiming victory/they won.
- Και οι δύο πλευρές ισχυρίζονταν ότι νίκησαν.
- ↪ Both sides were claiming victory/they won.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διεκδικώ, απαιτώ χρήματα από την κυβέρνηση ή μια εταιρεία γιατί έχω δικαίωμα σε αυτά
- ↪ I’m claiming damages.
- Διεκδικώ/Απαιτώ αποζημίωση.
- ↪ I’m claiming damages.
- (μεταβατικό) διεκδικώ, αξιώνω, απαιτώ κάτι γιατί πιστεύω ότι είναι νόμιμο δικαίωμά μου να το έχω
- ↪ Our neighbors are claiming lands that belong to us.
- Οι γείτονές μας διεκδικούν εδάφη που μας ανήκουν.
- ↪ I claimed authorship of the book.
- Διεκδίκησα την πατρότητα του βιβλίου.
- ↪ They are claiming protection of the law.
- Αξιώνουν/Απαιτούν την προστασία του νόμου.
- ↪ Our neighbors are claiming lands that belong to us.
- (μεταβατικό) κερδίζω κάτι
- (μεταβατικό) στοιχίζω, για μια καταστροφή, ένα ατύχημα κτλ. που προκαλεί το θάνατο κάποιου
- ↪ The accident claimed ten lives.
- Το ατύχημα στοίχισε δέκα ζωές.
- ↪ The accident claimed ten lives.