Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
claim claims

claim (en)

  1. ο ισχυρισμός, η αξίωση, μια δήλωση ότι κάτι είναι αλήθεια αν και δεν έχει αποδειχθεί και άλλοι άνθρωποι μπορεί να μην συμφωνούν ή να μην το πιστεύουν
    ⮡  unfounded claims - αβάσιμοι ισχυρισμοί
    ⮡  a charlatan with scientific claims - κομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα
  2. η αξίωση, ένα αίτημα για ένα χρηματικό ποσό στο οποίο πιστεύω ότι έχω δικαίωμα, ειδικά από μια εταιρεία, την κυβέρνηση κτλ.
    ⮡  He filed a claim for damages.
    Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διεκδίκηση, ένα δικαίωμα που κάποιος πιστεύει ότι έχει σε κάτι, ειδικά σε περιουσία, γη κτλ.
    ⮡  territorial claims - εδαφικές διεκδικήσεις
    ⮡  the workers’ rightful claims - οι δίκαιες διεκδικήσεις των εργατών
    ⮡  a claim to a share of the father’s property - διεκδίκηση μεριδίου από την πατρική περιουσία
ενεστώτας claim
γ΄ ενικό ενεστώτα claims
αόριστος claimed
παθητική μετοχή claimed
ενεργητική μετοχή claiming

claim (en)

  1. (μεταβατικό) ισχυρίζομαι, διατείνομαι, λέω ότι κάτι είναι αλήθεια αν και δεν έχει αποδειχθεί και οι άλλοι μπορεί να μην το πιστεύουν
    ⮡  I don’t claim to be an expert.
    Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι ειδικός.
    ⮡  Many claim that they can predict the future.
    Πολλοί ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν το μέλλον.
    ⮡  He claims he is innocent.
    Διατείνεται ότι είναι άθωος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contend
  2. (μεταβατικό) ισχυρίζομαι, δηλώνω ότι έχω κάνει, έχω κερδίσει ή έχω πετύχει κάτι
    ⮡  Both sides were claiming victory/they won.
    Και οι δύο πλευρές ισχυρίζονταν ότι νίκησαν.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) διεκδικώ, απαιτώ χρήματα από την κυβέρνηση ή μια εταιρεία γιατί έχω δικαίωμα σε αυτά
    ⮡  I’m claiming damages.
    Διεκδικώ/Απαιτώ αποζημίωση.
  4. (μεταβατικό) διεκδικώ, αξιώνω, απαιτώ κάτι γιατί πιστεύω ότι είναι νόμιμο δικαίωμά μου να το έχω
    ⮡  Our neighbors are claiming lands that belong to us.
    Οι γείτονές μας διεκδικούν εδάφη που μας ανήκουν.
    ⮡  I claimed authorship of the book.
    Διεκδίκησα την πατρότητα του βιβλίου.
    ⮡  They are claiming protection of the law.
    Αξιώνουν/Απαιτούν την προστασία του νόμου.
  5. (μεταβατικό) κερδίζω κάτι
    ⮡  She claimed all the prizes.
    Κέρδισε όλα τα βραβεία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη win
  6. (μεταβατικό) στοιχίζω, για μια καταστροφή, ένα ατύχημα κτλ. που προκαλεί το θάνατο κάποιου
    ⮡  The accident claimed ten lives.
    Το ατύχημα στοίχισε δέκα ζωές.