claim
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
claim (en)
- η διεκδίκηση της κυριότητας ενός πράγματος
- η διεκδίκηση αποζημίωσης
- αξίωση
- ισχυρισμός, διαβεβαίωση
Ρήμα επεξεργασία
claim (en)
- διεκδικώ
- αξιώνω
- ισχυρίζομαι, διατείνομαι
- προκαλώ την απώλεια, στοιχίζω