διατείνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατείνομαι < αρχαία ελληνική διατείνομαι < διά + τείνω
Ρήμα
επεξεργασίαδιατείνομαι
- (λόγιο) παρέχω διαβεβαίωση για κάτι με επιμονή, προβάλλω ως ισχυρισμό
- ※ Και διατείνονται πως είναι φίλοι, απλώς και μόνο επειδή άσκοπα συμφωνούν πάνω σε κοινές ιδέες. (Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, Μεταξύ μας, έτσι έχουν τα πράματα...)
Συνώνυμα
επεξεργασία- ισχυρίζομαι
- υποστηρίζω
- βεβαιώνω
- διισχυρίζομαι
- στοιχηματίζω (πολύ έντονο)