ενεστώτας assert
γ΄ ενικό ενεστώτα asserts
αόριστος asserted
παθητική μετοχή asserted
ενεργητική μετοχή asserting

assert (en)

  1. ισχυρίζομαι, δηλώνω ξεκάθαρα και σίγουρα ότι κάτι ισχύει
    He asserted he was innocent.
    Ισχυριζόταν ότι ήταν αθώος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contend
  2. επιβάλλομαι, συμπεριφέρομαι με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα ώστε να οι άλλοι προσέχουν τις απόψεις μου
    He asserted himself as soon as he entered the classroom.
    Επιβλήθηκε αμέσως μόλις μπήκε στην τάξη του.
  3. διεκδικώ, κάνω τους άλλους να αναγνωρίσουν το δικαίωμα ή την εξουσία μου να κάνω κάτι, συμπεριφερόμενος με αποφασιστικό και σίγουρο τρόπο
    I am asserting my rights.
    Διεκδικώ τα δικαιώματά μου.
  4. (προγραμματισμός) παρεμβάλλω κώδικα (εντολές) για να επιβεβαιώσω ότι μεταβλητές (variables) του προγράμματος έχουν τις τιμές που θα έπρεπε (βλ. assertion)

Συγγενικά

επεξεργασία