assert
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | assert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | asserts |
αόριστος | asserted |
παθητική μετοχή | asserted |
ενεργητική μετοχή | asserting |
Ρήμα
επεξεργασίαassert (en)
- ισχυρίζομαι, δηλώνω ξεκάθαρα και σίγουρα ότι κάτι ισχύει
- επιβάλλομαι, συμπεριφέρομαι με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα ώστε να οι άλλοι προσέχουν τις απόψεις μου
- ↪ He asserted himself as soon as he entered the classroom.
- Επιβλήθηκε αμέσως μόλις μπήκε στην τάξη του.
- ↪ He asserted himself as soon as he entered the classroom.
- διεκδικώ, κάνω τους άλλους να αναγνωρίσουν το δικαίωμα ή την εξουσία μου να κάνω κάτι, συμπεριφερόμενος με αποφασιστικό και σίγουρο τρόπο
- ↪ I am asserting my rights.
- Διεκδικώ τα δικαιώματά μου.
- ↪ I am asserting my rights.
- (προγραμματισμός) παρεμβάλλω κώδικα (εντολές) για να επιβεβαιώσω ότι μεταβλητές (variables) του προγράμματος έχουν τις τιμές που θα έπρεπε (βλ. assertion)