assert
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαassert (en)
- διαβεβαιώνω
- διεκδικώ
- (προγραμματισμός) παρεμβάλλω κώδικα (εντολές) για να επιβεβαιώσω ότι μεταβλητές (variables) του προγράμματος έχουν τις τιμές που θα έπρεπε (βλ. assertion)
assert (en)