contend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | contend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contends |
αόριστος | contended |
παθητική μετοχή | contended |
ενεργητική μετοχή | contending |
Ρήμα
επεξεργασίαcontend (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) ισχυρίζομαι, λέω ότι κάτι ισχύει, ειδικά σε ένα επιχείρημα
- (αμετάβατο) ανταγωνίζομαι κάποιον για να κερδίσω κάτι