ενεστώτας contend
γ΄ ενικό ενεστώτα contends
αόριστος contended
παθητική μετοχή contended
ενεργητική μετοχή contending

contend (en)

  1. (μεταβατικό, επίσημο) ισχυρίζομαι, λέω ότι κάτι ισχύει, ειδικά σε ένα επιχείρημα
    ⮡  He contended that war is a necessary evil.
    Ισχυριζόταν ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό.
     συνώνυμα:  allege, argue, assert, claim και maintain
  2. (αμετάβατο) ανταγωνίζομαι κάποιον για να κερδίσω κάτι
    ⮡  The two parties contend fervently for the seizure of power.
    Τα δύο κόμματα ανταγωνίζονται με πάθος για την κατάληψη της εξουσίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compete