ισχυρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχυρίζομαι < αρχαία ελληνική ἰσχυρίζομαι (αρχική σημασία: "ενισχύομαι"}
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.sçiˈɾi.zo.me/
Ρήμα
επεξεργασίαισχυρίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- διατυπώνω μία άποψη (έναν ισχυρισμό) θεωρώντας την ή προβάλλοντάς την ως αληθινή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- η χρήση του ρήματος στο γ' πρόσωπο υποδηλώνει συχνά την επιφύλαξη του ομιλητή για την αλήθεια των ισχυρισμών
- ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι την ώρα του φόνου κοιμόταν, αλλά δεν μπορεί να το αποδείξει
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισχυρίζομαι | ισχυριζόμουν(α) | θα ισχυρίζομαι | να ισχυρίζομαι | ισχυριζόμενος | |
β' ενικ. | ισχυρίζεσαι | ισχυριζόσουν(α) | θα ισχυρίζεσαι | να ισχυρίζεσαι | (ισχυρίζου) | |
γ' ενικ. | ισχυρίζεται | ισχυριζόταν(ε) | θα ισχυρίζεται | να ισχυρίζεται | ||
α' πληθ. | ισχυριζόμαστε | ισχυριζόμαστε ισχυριζόμασταν |
θα ισχυριζόμαστε | να ισχυριζόμαστε | ||
β' πληθ. | ισχυρίζεστε | ισχυριζόσαστε ισχυριζόσασταν |
θα ισχυρίζεστε | να ισχυρίζεστε | (ισχυρίζεστε) | |
γ' πληθ. | ισχυρίζονται | ισχυρίζονταν ισχυριζόντουσαν |
θα ισχυρίζονται | να ισχυρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισχυρίστηκα | θα ισχυριστώ | να ισχυριστώ | ισχυριστεί | ||
β' ενικ. | ισχυρίστηκες | θα ισχυριστείς | να ισχυριστείς | ισχυρίσου | ||
γ' ενικ. | ισχυρίστηκε | θα ισχυριστεί | να ισχυριστεί | |||
α' πληθ. | ισχυριστήκαμε | θα ισχυριστούμε | να ισχυριστούμε | |||
β' πληθ. | ισχυριστήκατε | θα ισχυριστείτε | να ισχυριστείτε | ισχυριστείτε | ||
γ' πληθ. | ισχυρίστηκαν ισχυριστήκαν(ε) |
θα ισχυριστούν(ε) | να ισχυριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ισχυριστεί | είχα ισχυριστεί | θα έχω ισχυριστεί | να έχω ισχυριστεί | ισχυρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ισχυριστεί | είχες ισχυριστεί | θα έχεις ισχυριστεί | να έχεις ισχυριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ισχυριστεί | είχε ισχυριστεί | θα έχει ισχυριστεί | να έχει ισχυριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ισχυριστεί | είχαμε ισχυριστεί | θα έχουμε ισχυριστεί | να έχουμε ισχυριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ισχυριστεί | είχατε ισχυριστεί | θα έχετε ισχυριστεί | να έχετε ισχυριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ισχυριστεί | είχαν ισχυριστεί | θα έχουν ισχυριστεί | να έχουν ισχυριστεί |