Δείτε επίσης: ισχυρίζομαι

ἰσχυρίζομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰσχυρίζομαι < αρχαία ελληνική ἰσχυρίζομαι

ἰσχυρίζομαι

  1. ισχυρίζομαι με τη νεοελληνική έννοια
    ἰσχυρίζετοκλέπτης
  2. υποστηρίζω, επιμένω
    ὁ δὲ αὐτοὺς μὲν ἔν γε τῷ παρόντι ἐκώλυεν. οὐ γάρ πω σαφές τι ἀμφὶ τῇ ἐφόδῳ ἰσχυρίζετο γεγονέναι σφίσιν, ἐπεὶ οἱ Πέρσαι ἔτι ἐν γῇ τῇ οἰκείᾳ τυγχάνουσιν ὄντες (<ο βασιλιάς> τους συγκρατούσε με κάθε τρόπο, γιατί υποστήριζε ότι προς το παρόν δεν είχε γίνει κάτι σαφές σχετικά με την έφοδο, αφού οι Πέρσες βρίσκονταν ακόμα μέσα στα σύνορα της γης τους) (Προκόπιος, Υπέρ των Πολέμων)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰσχυρίζομαι < ἰσχυρός + -ίζομαι


ἰσχυρίζομαι (μέσο ενεργητικό και σπάνια παθητικής διάθεσης)

  1. ισχυροποιώ τη θέση μου, κάνω κάτι πιο ανθεκτικό, το ενισχύω, δυναμώνω κάποιον-κάτι
    • εἰ δὲ ὠθοῦντες ἐξώσειν πιστεύουσιν, ἵπποις αὐτοὺς πρῶτον δεήσει ἀντέχειν καὶ σιδήρῳ ὑφ᾽ ἵππων ἰσχυριζομένῳ (αν πιστεύουν ότι σπρώχνοντας θα μας απωθήσουν, θα πρέπει να αντέξουν πρώτα <την επίθεση από> το ιππικό αλλά και τα όπλα που ενισχύονται από το ιππικό)
  2. επιμένω, υποστηρίζω με πείσμα, με επιχειρήματα, ισχυρίζομαι με τη σημερινή έννοια, δηλαδή υποστηρίζω κάτι που ίσως δεν ευσταθεί
    • ὁ μὲν Νικίας τοσαῦτα λέγων ἰσχυρίζετο, αἰσθόμενος τὰ ἐν ταῖς Συρακούσαις ἀκριβῶς καὶ τὴν τῶν χρημάτων ἀπορίαν..., ὁ δὲ Δημοσθένης περὶ μὲν τοῦ προσκαθῆσθαι οὐδ᾽ ὁπωσοῦν ἐνεδέχετο
  3. εμπιστεύομαι, στηρίζομαι σε κάτι (σε κάτι που με καθιστά ισχυρό)
    • σκέψασθε γὰρ οἷς ἑκάτεροι πιστεύοντες ὡς ὑμᾶς εἰσεληλύθαμεν: οὗτοι μὲν διαθήκαις ἰσχυριζόμενοι τοιαύταις, ἃς ἐκεῖνος διέθετο..., ἔλυσε δὲ πρὸ τοῦ θανάτου... (αναλογιστείτε με τι θεωρίες παρουσιαστήκαμε ενώπιόν σας και οι δύο <ενδιαφερόμενοι> : αυτοί μεν στηρίζονται σε μία διαθήκη που εκείνος <ο θείος μας> συνέταξε... την οποία όμως αναίρεσε προτού πεθάνει...)
    • ἡμεῖς μὲν γὰρ ταῖς ἀληθείαις πιστεύοντες εἰσεληλύθαμεν.... οὗτοι δὲ τῇ παρασκευῇ καὶ τοῖς ἀναλώμασιν ἰσχυριζόμενοι διατετελέκασιν... ὥστε καὶ τοὺς συνεροῦντας ὑπὲρ αὑτῶν καὶ τοὺς μαρτυρήσοντας τὰ ψευδῆ πολλοὺς πεπορίσθαι. (γιατί εμείς παρουσιαζόμαστε ενώπιόν σας στηριζόμενοι στην αλήθεια.... ενώ αυτοί από την πρώτη στιγμή δεν έπαψαν να στηρίζονται σε ίντριγκες και σε σπατάλη χρημάτων...κι έτσι βρήκαν πολλούς να πάρουν το μέρος τους και να ψευδομαρτυρήσουν)
    • διὰ δὲ τὴν ὁμωνυμίαν Παφλαγόνας φασὶν αὐτούς. λέγω δ᾽ οὐκ ἰσχυριζόμενος, ἀρκεῖ γὰρ περὶ τῶν τοιούτων τὸ εἰκός. (λόγω της ομοιότητας του ονόματος, τους αποκαλούν Παφλαγόνες. Εντούτοις εγώ <απλώς> το αναφέρω, χωρίς και να το υποστηρίζω <με επιχειρήματα και πληρφορίες>, γιατί σε τέτοια θέματα αρκεί εκείνο που μοιάζει λογικό)

Τύποι που απαντούν

επεξεργασία
  • ἰσχυριζόμην (παρατατικός), ἰσχυριοῦμαι (μέσος μέλλοντας), ἰσχυρισάμην (μέσος αόριστος)

Συνώνυμα

επεξεργασία


Συγγενικά

επεξεργασία