Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισχυρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ισχυρισμέν
ος
η
ισχυρισμέν
η
το
ισχυρισμέν
ο
γενική
του
ισχυρισμέν
ου
της
ισχυρισμέν
ης
του
ισχυρισμέν
ου
αιτιατική
τον
ισχυρισμέν
ο
την
ισχυρισμέν
η
το
ισχυρισμέν
ο
κλητική
ισχυρισμέν
ε
ισχυρισμέν
η
ισχυρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ισχυρισμέν
οι
οι
ισχυρισμέν
ες
τα
ισχυρισμέν
α
γενική
των
ισχυρισμέν
ων
των
ισχυρισμέν
ων
των
ισχυρισμέν
ων
αιτιατική
τους
ισχυρισμέν
ους
τις
ισχυρισμέν
ες
τα
ισχυρισμέν
α
κλητική
ισχυρισμέν
οι
ισχυρισμέν
ες
ισχυρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ισχυρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ισχυρίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισχυρισμένος