Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισχυρισμένος η ισχυρισμένη το ισχυρισμένο
      γενική του ισχυρισμένου της ισχυρισμένης του ισχυρισμένου
    αιτιατική τον ισχυρισμένο την ισχυρισμένη το ισχυρισμένο
     κλητική ισχυρισμένε ισχυρισμένη ισχυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισχυρισμένοι οι ισχυρισμένες τα ισχυρισμένα
      γενική των ισχυρισμένων των ισχυρισμένων των ισχυρισμένων
    αιτιατική τους ισχυρισμένους τις ισχυρισμένες τα ισχυρισμένα
     κλητική ισχυρισμένοι ισχυρισμένες ισχυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ισχυρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία