Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενισχύομαι < παθητική φωνή του ρήματος ενισχύω

  Ρήμα επεξεργασία

ενισχύομαι

→ δείτε τη λέξη ενισχύω