allege
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | allege |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alleges |
αόριστος | alleged |
παθητική μετοχή | alleged |
ενεργητική μετοχή | alleging |
Ρήμα
επεξεργασία- ισχυρίζομαι κάτι χωρίς να προσφέρω αποδείξεις
ενεστώτας | allege |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alleges |
αόριστος | alleged |
παθητική μετοχή | alleged |
ενεργητική μετοχή | alleging |