Επίθετο

επεξεργασία

alleged (en) (χωρίς παραθετικά, επίσημο)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) φερόμενος ως, υποτιθέμενος, που δηλώνεται ως γεγονός αλλά χωρίς καμία απόδειξη
    ⮡  the alleged leader of a terrorist group - ο φερόμενος ως αρχηγός μιας τρομοκρατικής ομάδας
    ⮡  the alleged murderer - ο υποτιθέμενος φονιάς
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη supposed

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

alleged (en)