υποτιθέμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποτιθέμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα υποθέτω < αρχαία ελληνική ὑποτιθέμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ὑποτίθημι < ὑπό + τίθημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.tiˈθe.me.nos/
Μετοχή
επεξεργασίαυποτιθέμενος, -η, -ο
- που υποτίθεται ότι…, που μπορεί να τον υποθέσει κάποιος
- ※ επικρατεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι η μπανάνα παχαίνει λόγω των υποτιθέμενων πολλών της θερμίδων (διαδίκτυο, πρόσβαση:2019.04.29.)