φερόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφερόμενος < Από τον ενεστώτα του ρήματος φέρομαι
Μετοχή
επεξεργασίαφερόμενος αρσενικό, φερόμενη θηλυκό, φερόμενο ουδέτερο
- που φέρεται να, που θεωρείται ότι έχει κάνει κάτι ή έχει πάθει κάτι στη βάση κάποιων στοιχείων ή ενδείξεων, χωρίς να υπάρχουν όμως ακλόνητες αποδείξεις γι'αυτό.
- ο φερόμενος ως δράστης, ο φερόμενος ως αγνοούμενος