↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φερόμενος η φερόμενη το φερόμενο
      γενική του φερόμενου της φερόμενης του φερόμενου
    αιτιατική τον φερόμενο τη φερόμενη το φερόμενο
     κλητική φερόμενε φερόμενη φερόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φερόμενοι οι φερόμενες τα φερόμενα
      γενική των φερόμενων των φερόμενων των φερόμενων
    αιτιατική τους φερόμενους τις φερόμενες τα φερόμενα
     κλητική φερόμενοι φερόμενες φερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

φερόμενος < Από τον ενεστώτα του ρήματος φέρομαι

φερόμενος αρσενικό, φερόμενη θηλυκό, φερόμενο ουδέτερο

  • που φέρεται να, που θεωρείται ότι έχει κάνει κάτι ή έχει πάθει κάτι στη βάση κάποιων στοιχείων ή ενδείξεων, χωρίς να υπάρχουν όμως ακλόνητες αποδείξεις γι'αυτό.
    ο φερόμενος ως δράστης, ο φερόμενος ως αγνοούμενος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία