Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεωρούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεωρούμεν
ος
η
θεωρούμεν
η
το
θεωρούμεν
ο
γενική
του
θεωρούμεν
ου
της
θεωρούμεν
ης
του
θεωρούμεν
ου
αιτιατική
τον
θεωρούμεν
ο
τη
θεωρούμεν
η
το
θεωρούμεν
ο
κλητική
θεωρούμεν
ε
θεωρούμεν
η
θεωρούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεωρούμεν
οι
οι
θεωρούμεν
ες
τα
θεωρούμεν
α
γενική
των
θεωρούμεν
ων
των
θεωρούμεν
ων
των
θεωρούμεν
ων
αιτιατική
τους
θεωρούμεν
ους
τις
θεωρούμεν
ες
τα
θεωρούμεν
α
κλητική
θεωρούμεν
οι
θεωρούμεν
ες
θεωρούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεωρούμενος
< μετοχή ενεστώτα του
θεωρούμαι
, παθητικού του
θεωρώ
Μετοχή
επεξεργασία
θεωρούμενος
, -η, -ο
που
θεωρείται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεωρούμενος
αγγλικά
:
considered
(en)
γαλλικά
:
considéré
(fr)