Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεωρούμενος η θεωρούμενη το θεωρούμενο
      γενική του θεωρούμενου της θεωρούμενης του θεωρούμενου
    αιτιατική τον θεωρούμενο τη θεωρούμενη το θεωρούμενο
     κλητική θεωρούμενε θεωρούμενη θεωρούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεωρούμενοι οι θεωρούμενες τα θεωρούμενα
      γενική των θεωρούμενων των θεωρούμενων των θεωρούμενων
    αιτιατική τους θεωρούμενους τις θεωρούμενες τα θεωρούμενα
     κλητική θεωρούμενοι θεωρούμενες θεωρούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεωρούμενος < μετοχή ενεστώτα του θεωρούμαι, παθητικού του θεωρώ

  Μετοχή επεξεργασία

θεωρούμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία