ενεστώτας compete
γ΄ ενικό ενεστώτα competes
αόριστος competed
παθητική μετοχή competed
ενεργητική μετοχή competing

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compete (en)

  1. (αμετάβατο) διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, παίρνω μέρος σε διαγωνισμό ή παιχνίδι
    I am competing for a scholarship/a prize.
    Διαγωνίζομαι για μια υποτροφία/ένα βραβείο.
    I am competing in an exam/for a scholarship.
    Συναγωνίζομαι με άλλους σε εξετάσεις/για υποτροφία.
     συνώνυμα:  contend και vie
  2. (αμετάβατο) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, προσπαθώ να είμαι πιο επιτυχημένος ή καλύτερος από κάποιον άλλο που προσπαθεί να κάνει το ίδιο με εμένα
    They are competing with other countries in trade.
    Ανταγωνίζονται άλλες χώρες στο εμπόριο.
    We can’t compete with them.
    Δεν μπορούμε να τους ανταγωνιστούμε.
    Nothing can compete with the train for comfort/with soccer for excitement.
    Τίποτα δε συναγωνίζεται το τρένο σε άνεση/το ποδόσφαιρο σε συγκινήσεις.