διαγωνίζομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαγωνίζομαι < αρχαία ελληνική διαγωνίζομαι < διά + ἀγωνίζομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðia.ɣɔ.ˈni.zɔ.mɛ/
ΡήμαΕπεξεργασία
διαγωνίζομαι
- διεκδικώ υπεροχή (νίκη, βραβείο), περνώ μια δοκιμασία για να πετύχω κάτι, συμμετέχω σε διαγωνισμό
- δίνω εξετάσεις για προβιβασμό ή διορισμό