διαγωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαγωνίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαγωνίζομαι (αγωνίζομαι εναντίον) < διά + ἀγωνίζομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.ɣoˈni.zo.me/ & /ðʝa.ɣoˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γω‐νί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαδιαγωνίζομαι, π.αόρ.: διαγωνίστηκα (αποθετικό ρήμα)
- διεκδικώ υπεροχή (νίκη, βραβείο), περνώ μια δοκιμασία για να πετύχω κάτι, συμμετέχω σε διαγωνισμό
- δίνω εξετάσεις για προβιβασμό ή διορισμό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαγωνίζομαι | διαγωνιζόμουν(α) | θα διαγωνίζομαι | να διαγωνίζομαι | διαγωνιζόμενος | |
β' ενικ. | διαγωνίζεσαι | διαγωνιζόσουν(α) | θα διαγωνίζεσαι | να διαγωνίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διαγωνίζεται | διαγωνιζόταν(ε) | θα διαγωνίζεται | να διαγωνίζεται | ||
α' πληθ. | διαγωνιζόμαστε | διαγωνιζόμαστε διαγωνιζόμασταν |
θα διαγωνιζόμαστε | να διαγωνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαγωνίζεστε | διαγωνιζόσαστε διαγωνιζόσασταν |
θα διαγωνίζεστε | να διαγωνίζεστε | (διαγωνίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαγωνίζονται | διαγωνίζονταν διαγωνιζόντουσαν |
θα διαγωνίζονται | να διαγωνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαγωνίστηκα | θα διαγωνιστώ | να διαγωνιστώ | διαγωνιστεί | ||
β' ενικ. | διαγωνίστηκες | θα διαγωνιστείς | να διαγωνιστείς | διαγωνίσου | ||
γ' ενικ. | διαγωνίστηκε | θα διαγωνιστεί | να διαγωνιστεί | |||
α' πληθ. | διαγωνιστήκαμε | θα διαγωνιστούμε | να διαγωνιστούμε | |||
β' πληθ. | διαγωνιστήκατε | θα διαγωνιστείτε | να διαγωνιστείτε | διαγωνιστείτε | ||
γ' πληθ. | διαγωνίστηκαν διαγωνιστήκαν(ε) |
θα διαγωνιστούν(ε) | να διαγωνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαγωνιστεί | είχα διαγωνιστεί | θα έχω διαγωνιστεί | να έχω διαγωνιστεί | ||
β' ενικ. | έχεις διαγωνιστεί | είχες διαγωνιστεί | θα έχεις διαγωνιστεί | να έχεις διαγωνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαγωνιστεί | είχε διαγωνιστεί | θα έχει διαγωνιστεί | να έχει διαγωνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαγωνιστεί | είχαμε διαγωνιστεί | θα έχουμε διαγωνιστεί | να έχουμε διαγωνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαγωνιστεί | είχατε διαγωνιστεί | θα έχετε διαγωνιστεί | να έχετε διαγωνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαγωνιστεί | είχαν διαγωνιστεί | θα έχουν διαγωνιστεί | να έχουν διαγωνιστεί |