Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγωνίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαγωνίζομαι (αγωνίζομαι εναντίον) < διά + ἀγωνίζομαι

διαγωνίζομαι, π.αόρ.: διαγωνίστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. διεκδικώ υπεροχή (νίκη, βραβείο), περνώ μια δοκιμασία για να πετύχω κάτι, συμμετέχω σε διαγωνισμό
  2. δίνω εξετάσεις για προβιβασμό ή διορισμό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία