Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγωνιζόμενος η διαγωνιζόμενη το διαγωνιζόμενο
      γενική του διαγωνιζόμενου της διαγωνιζόμενης του διαγωνιζόμενου
    αιτιατική τον διαγωνιζόμενο τη διαγωνιζόμενη το διαγωνιζόμενο
     κλητική διαγωνιζόμενε διαγωνιζόμενη διαγωνιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγωνιζόμενοι οι διαγωνιζόμενες τα διαγωνιζόμενα
      γενική των διαγωνιζόμενων των διαγωνιζόμενων των διαγωνιζόμενων
    αιτιατική τους διαγωνιζόμενους τις διαγωνιζόμενες τα διαγωνιζόμενα
     κλητική διαγωνιζόμενοι διαγωνιζόμενες διαγωνιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαγωνιζόμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος διαγωνίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

διαγωνιζόμενος, η, ο

  • που διαγωνίζεται, παίρνει μέρος σε διαγωνισμό αυτή τη στιγμή ή σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή του παρελθοντος
  • Οι διαγωνιζόμενοι τραγουδιστές στην Γιουροβίζιον προσπάθησαν να...

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία