διαγωνιζόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαγωνιζόμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος διαγωνίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
διαγωνιζόμενος, η, ο
- που διαγωνίζεται, παίρνει μέρος σε διαγωνισμό αυτή τη στιγμή ή σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή του παρελθοντος
- Οι διαγωνιζόμενοι τραγουδιστές στην Γιουροβίζιον προσπάθησαν να...
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαγωνιζόμενος