διεκδικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεκδικώ < ελληνιστική κοινή διεκδικέω / διεκδικῶ < δι- + ἐκδικέω < αρχαία ελληνική δίκη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική revendiquer)
Ρήμα
επεξεργασίαδιεκδικώ, πρτ.: διεκδικούσα, στ.μέλλ.: θα διεκδικήσω, αόρ.: διεκδίκησα, παθ.φωνή: διεκδικούμαι
- ζητώ να μου αναγνωριστεί η κυριότητα ενός αγαθού, η οποία αμφισβητείται από άλλους, και ασκώ νομικά μέσα προκειμένου να το επιτύχω
- επιδιώκω να μου αποδοθεί κάτι επειδή το θεωρώ δίκαιο ή το αξίζω
- ανταγωνίζομαι με άλλους και προσπαθώ να κερδίσω έναν τίτλο, αξίωμα κλπ
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιεκδίκητος
- διεκδίκηση
- διεκδικητής
- διεκδικητικά
- διεκδικητικός
- διεκδικήτρια
- → δείτε τις λέξεις διά και δίκη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διεκδικώ | διεκδικούσα | θα διεκδικώ | να διεκδικώ | διεκδικώντας | |
β' ενικ. | διεκδικείς | διεκδικούσες | θα διεκδικείς | να διεκδικείς | ||
γ' ενικ. | διεκδικεί | διεκδικούσε | θα διεκδικεί | να διεκδικεί | ||
α' πληθ. | διεκδικούμε | διεκδικούσαμε | θα διεκδικούμε | να διεκδικούμε | ||
β' πληθ. | διεκδικείτε | διεκδικούσατε | θα διεκδικείτε | να διεκδικείτε | διεκδικείτε | |
γ' πληθ. | διεκδικούν(ε) | διεκδικούσαν(ε) | θα διεκδικούν(ε) | να διεκδικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διεκδίκησα | θα διεκδικήσω | να διεκδικήσω | διεκδικήσει | ||
β' ενικ. | διεκδίκησες | θα διεκδικήσεις | να διεκδικήσεις | διεκδίκησε | ||
γ' ενικ. | διεκδίκησε | θα διεκδικήσει | να διεκδικήσει | |||
α' πληθ. | διεκδικήσαμε | θα διεκδικήσουμε | να διεκδικήσουμε | |||
β' πληθ. | διεκδικήσατε | θα διεκδικήσετε | να διεκδικήσετε | διεκδικήστε | ||
γ' πληθ. | διεκδίκησαν διεκδικήσαν(ε) |
θα διεκδικήσουν(ε) | να διεκδικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διεκδικήσει | είχα διεκδικήσει | θα έχω διεκδικήσει | να έχω διεκδικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διεκδικήσει | είχες διεκδικήσει | θα έχεις διεκδικήσει | να έχεις διεκδικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διεκδικήσει | είχε διεκδικήσει | θα έχει διεκδικήσει | να έχει διεκδικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διεκδικήσει | είχαμε διεκδικήσει | θα έχουμε διεκδικήσει | να έχουμε διεκδικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διεκδικήσει | είχατε διεκδικήσει | θα έχετε διεκδικήσει | να έχετε διεκδικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διεκδικήσει | είχαν διεκδικήσει | θα έχουν διεκδικήσει | να έχουν διεκδικήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διεκδικούμαι | διεκδικούμουν | θα διεκδικούμαι | να διεκδικούμαι | διεκδικούμενος | |
β' ενικ. | διεκδικείσαι | διεκδικούσουν | θα διεκδικείσαι | να διεκδικείσαι | ||
γ' ενικ. | διεκδικείται | διεκδικούνταν | θα διεκδικείται | να διεκδικείται | ||
α' πληθ. | διεκδικούμαστε | διεκδικούμασταν διεκδικούμαστε |
θα διεκδικούμαστε | να διεκδικούμαστε | ||
β' πληθ. | διεκδικείστε | διεκδικούσασταν διεκδικούσαστε |
θα διεκδικείστε | να διεκδικείστε | διεκδικείστε | |
γ' πληθ. | διεκδικούνται | διεκδικούνταν | θα διεκδικούνται | να διεκδικούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διεκδικήθηκα | θα διεκδικηθώ | να διεκδικηθώ | διεκδικηθεί | ||
β' ενικ. | διεκδικήθηκες | θα διεκδικηθείς | να διεκδικηθείς | διεκδικήσου | ||
γ' ενικ. | διεκδικήθηκε | θα διεκδικηθεί | να διεκδικηθεί | |||
α' πληθ. | διεκδικηθήκαμε | θα διεκδικηθούμε | να διεκδικηθούμε | |||
β' πληθ. | διεκδικηθήκατε | θα διεκδικηθείτε | να διεκδικηθείτε | διεκδικηθείτε | ||
γ' πληθ. | διεκδικήθηκαν διεκδικηθήκαν(ε) |
θα διεκδικηθούν(ε) | να διεκδικηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διεκδικηθεί | είχα διεκδικηθεί | θα έχω διεκδικηθεί | να έχω διεκδικηθεί | διεκδικημένος | |
β' ενικ. | έχεις διεκδικηθεί | είχες διεκδικηθεί | θα έχεις διεκδικηθεί | να έχεις διεκδικηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διεκδικηθεί | είχε διεκδικηθεί | θα έχει διεκδικηθεί | να έχει διεκδικηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διεκδικηθεί | είχαμε διεκδικηθεί | θα έχουμε διεκδικηθεί | να έχουμε διεκδικηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διεκδικηθεί | είχατε διεκδικηθεί | θα έχετε διεκδικηθεί | να έχετε διεκδικηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διεκδικηθεί | είχαν διεκδικηθεί | θα έχουν διεκδικηθεί | να έχουν διεκδικηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διεκδικημένος - είμαστε, είστε, είναι διεκδικημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διεκδικημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διεκδικημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διεκδικημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διεκδικημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διεκδικημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διεκδικημένοι |